- συναλλακτικός
- συναλλ-ακτικός, ή, όν,A of or for contracts, οἱ νόμοι οἱ ς. D.H.4.13; γράμματα ς. Vett.Val.16.19; of persons, versed in business, Ptol.Tetr.66.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συναλλακτικός — ή, ό / συναλλακτικός, ή, όν, ΝΑ [συναλλάσσω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις οικονομικές ανταλλαγές 2. κατάλληλος, ικανός για οικονομικές συναλλαγές νεοελλ. (φρ) α) «συναλλακτικά ήθη» οι συνήθεις στις συναλλαγές τρόποι ενέργειας β)… … Dictionary of Greek
συναλλακτικῶν — συναλλακτικός of fem gen pl συναλλακτικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναλλακτικούς — συναλλακτικός of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναλλακτική — συναλλακτικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναλλακτικώτεροι — συναλλακτικός of masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)